-
1 εξακοντιζω
(ἐπί τινα Plut. и κατά τινος Diod.)
2) вонзать(φάσγανον πρὸς ἦπαρ Eur.)
3) стремительно вскидыватьγενείου χεῖρας ἐξακοντίσαι Eur. — касаться руками (чьего-л.) подбородка ( в знак мольбы):
ἐ. κῶλον τῆς γῆς Eur. — поспешно покидать страну4) повествовать, рассказывать, говорить, возвещать(τοὺς Ὀδυσσέως πόνους Eur.; ματαίους λόγους Men.)
ἐξακοντίσαι τι πρός τι Eur. — возразить чем-л. на что-л.
См. также в других словарях:
εξακοντίζω — (AM ἐξακοντίζω) [ακοντίζω] 1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω («ὁ ἥλιος ἐξακοντίζει τὶς ἀχτίδες του») 2. (για λόγια) απευθύνω με παρρησία ή με αναίδεια («εξακόντισε βαριά κατηγορία») αρχ. 1. χτυπώ από απόσταση 2. ρίχνω ακόντιο 3. φεύγω γρήγορα, με… … Dictionary of Greek